ματόφρυδο

ματόφρυδο
το
1. το φρύδι
2. συν. στον πληθ. τα ματόφρυδα
φρύδια και μάτια μαζί ως σύνολο («τα σμικτά ματόφρυδά του δίνουν αυστηρή έκφραση στο πρόσωπό του»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ματόφρυδο — το το μάτι και το φρύδι μαζί: Έχει εντυπωσιακά ματόφρυδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”